- αναβάλλω
- 1) ajourner2) repousser3) retarder4) suspendre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀναβάλλω — throw up pres subj act 1st sg ἀναβάλλω throw up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβάλλω — αναβάλλω, ανέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αναβάλλω — ανάβαλα και ανέβαλα, αναβλήθηκα, αναβλημένος 1. μεταθέτω την εκτέλεση μιας πράξης σε μελλοντικό χρόνο: Ανάβαλα για το καλοκαίρι το ταξίδι μου. 2. φρ., «Του έψαλε τον αναβαλλόμενο» (τον μάλωσε πολύ) προήλθε από τον πολύ μακρό ψαλμό που αρχίζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβάλῃ — ἀναβάλλω throw up aor subj mp 2nd sg ἀναβάλλω throw up aor subj act 3rd sg ἀναβά̱λῃ , ἀναβάλλω throw up aor subj mid 2nd sg (doric) ἀναβά̱λῃ , ἀναβάλλω throw up aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβάλω — ἀναβάλλω throw up aor subj act 1st sg ἀμβά̱λω , ἀναβάλλω throw up aor subj act 1st sg (doric) ἀμβά̱λω , ἀναβάλλω throw up aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαλοῦσι — ἀναβάλλω throw up aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναβάλλω throw up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀναβάλλω throw up fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάλλεσθε — ἀναβάλλω throw up pres imperat mp 2nd pl ἀναβάλλω throw up pres ind mp 2nd pl ἀναβάλλω throw up imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάλλετε — ἀναβάλλω throw up pres imperat act 2nd pl ἀναβάλλω throw up pres ind act 2nd pl ἀναβάλλω throw up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάλλῃ — ἀναβάλλω throw up pres subj mp 2nd sg ἀναβάλλω throw up pres ind mp 2nd sg ἀναβάλλω throw up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάλω — ἀναβάλλω throw up aor subj act 1st sg ἀναβά̱λω , ἀναβάλλω throw up aor subj act 1st sg (doric) ἀναβά̱λω , ἀναβάλλω throw up aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)